- καβαλικεύω
- (Μ καβαλλικεύω και καβαλικεύω και καβαλικεύγω)1. πηγαίνω καβάλα σε άλογο ή άλλο υποζύγιο, ιππεύω2. επιβάλλομαι σε κάποιον, κάνω κάποιον υποχείριό μου («τόν καβαλίκεψε η γυναίκα του»)3. (για ανθρώπους ή ζώα) συνουσιάζομαι, οχεύω, βατεύω, πηδώνεοελλ.1. κάθομαι ιππαστί πάνω σε κάποιο αντικείμενο2. είμαι έμπειρος στην ιππασία, είμαι καλός καβαλάρης3. παθ. (για ζώα) καβαλικεύομαιδέχομαι αναβάτημσν.1. βοηθώ κάποιον να ανεβεί, να καβαλικέψει2. (αμτβ.) ανεβαίνω σε όχημα, άμαξα κ.λπ.3. (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) καβαλικεμένος, -η, -οαυτός που καβαλικεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caballico «ιππεύω» (< λατ. caballus «ίππος») + ρημ. κατάλ. -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.